velocity | |
gen. | γραμμική ταχύτητα |
comp., MS | ταχύτητα |
earth.sc. life.sc. | ταχύτης |
med. | ρυθμός; ταχύτητα |
east | |
gen. | ανατολή; ανατολικά; ανατολική; ανατολικό; ανατολικός |
| |||
γραμμική ταχύτητα | |||
ταχύτητα (A measure of the work accomplished per unit of time) | |||
ταχύτης | |||
ρυθμός; ταχύτητα | |||
ταχύτητα/αμφεταμίνη | |||
English thesaurus | |||
| |||
veloc | |||
ve. | |||
vel | |||
v |
velocity: 334 phrases in 25 subjects |