DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
tularemia [tuːlə'riːmiə] n
health., anim.husb. πυρετός από την μύγα των ελαφιών; πυρετός των κουνελιών; σύνδρομο O'Hara
med. τουλαραιμία; νόσος Francis; πυρετός κουνελιών; νόσος Ohara; πυρετός της κοιλάδας Pahvant