transmitter | |
commun. | ενθέμιο συσκευής πομπού; μεταδότης; μηχανισμός μετάδοσης |
el. | ραδιοεκπομπός |
mech.eng. | πομπός |
med. | διαβιβαστής; διαβιβαστική ουσία |
oscillator | |
mech.eng. construct. | ταλαντευτήρ; βραχίων ταλαντώσεως |
| |||
ενθέμιο συσκευής πομπού; μεταδότης; μηχανισμός μετάδοσης | |||
ραδιοεκπομπός | |||
πομπός | |||
διαβιβαστής; διαβιβαστική ουσία | |||
εκπομπός | |||
English thesaurus | |||
| |||
xmitter (Киселев) | |||
A measuring transducer of which the output is a standardised signal | |||
trs |
transmitter oscillator: 1 phrase in 1 subject |
Electronics | 1 |