DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
tourniquet ['tʊənikei,'tɔ:] n
agric. περιστρεφόμενη τράπεζα; στροφείο
med. ελαστικός επίδεσμος του Esmarch; αιμοστατικός επίδεσμος
tourniquet: 4 phrases in 1 subject
Medical4