time sharing | |
commun. IT | μερισμός χρόνου; χρονομερίδιο |
IT | καταμερισμός χρόνου,χρονοδιανομή; χρονομερισμός |
IT tech. | σύστημα επιμερισμού χρόνου; διαλογικός τρόπος λειτουργίας; διαλογική επικοινωνία |
Account | |
comp., MS | Λογαριασμός |
account | |
econ. | λογαριασμός |
package | |
el. | πακέτο ΤΟ |
| |||
μερισμός χρόνου; χρονομερίδιο | |||
καταμερισμός χρόνου,χρονοδιανομή; χρονομερισμός | |||
σύστημα επιμερισμού χρόνου; διαλογικός τρόπος λειτουργίας; διαλογική επικοινωνία | |||
| |||
χρονομεριστική ιδιοκτησία | |||
English thesaurus | |||
| |||
time sharing |
time-sharing: 9 phrases in 3 subjects |
Communications | 2 |
General | 2 |
Information technology | 5 |