| |||
λήψη τετηγμένου μετάλλου; έκχυση | |||
άφρισμα | |||
κτύπημα του πηλού | |||
Pάγισμα από μαρτελέ | |||
εκκένωση του κλιβάνου | |||
λαθροσύνδεση | |||
επεξεργασία με κοχλιοτρύπανο | |||
πλατάγισμα; παρακέντηση; νύξη; μάλαξη ελαφρών κτυπημάτων | |||
χυτήριο χυτοσιδήρου; χύτευση; αποχύτευση | |||
| |||
κτυπώ ελαφρά | |||
πατάω (To briefly press a UI element with your fingertip or stylus to perform an activity (such as choosing an action from a menu or opening an item)) | |||
English thesaurus | |||
| |||
tap |
tapping: 80 phrases in 16 subjects |