| |||
λείανση επιφάνειας | |||
επιφανειακή στρώση | |||
επικάλυψη τελικής επιφάνειας | |||
πλανάρισμα; πρόωση διαμόρφωσης επιφανείας | |||
επίπεδη τόρνευση | |||
| |||
επιφάνεια (A shape representing a continuous area in a coordinate system) | |||
πραγματική επιφάνεια | |||
επιφάνεια | |||
English thesaurus | |||
| |||
s | |||
sfce | |||
subsurface surveillance coordinator | |||
sfe |
surface: 1379 phrases in 45 subjects |