supplementary | |
med. | συμπληρωματικός; πρόσθετος |
planning | |
construct. | χρονικό πρόγραμμα; χωροταξία; χωροταξικός σχεδιασμός; σχεδιασμός |
econ. | κεντρικά κατευθυνόμενη |
environ. | σχεδιασμός; προγραμματισμός; σχεδιασμός/προγραμματισμός |
procedure | |
comp., MS | διαδικασία |
| |||
συμπληρωματικός; πρόσθετος | |||
English thesaurus | |||
| |||
sup |
supplementary: 213 phrases in 36 subjects |