strategic | |
gen. | μεταξύ θεάτρων; στρατηγική; στρατηγικό; στρατηγικός |
advantage | |
med. | πλεονέκτημα |
Profile | |
comp., MS | Προφίλ |
profile | |
commun. IT | λειτουργικό πρότυπο; λειτουργική κατατομή |
comp., MS | προφίλ |
| |||
μεταξύ θεάτρων; στρατηγική; στρατηγικό; στρατηγικός |
strategic: 158 phrases in 25 subjects |