stockpile | |
gen. | αποθήκη |
agric. construct. | στοιβάς |
planning | |
construct. | χρονικό πρόγραμμα; χωροταξία; χωροταξικός σχεδιασμός; σχεδιασμός |
environ. | σχεδιασμός; προγραμματισμός |
process | |
med. | διαδικασία |
| |||
αποθήκη | |||
στοιβάς | |||
σωροί άνθρακα; χώρος συσσώρευσης σκάρτων |
stockpile: 3 phrases in 3 subjects |
Agriculture | 1 |
Economy | 1 |
General | 1 |