sterility | |
health. | φυσιολογική αφορία; φυσιολογική αγονία |
gene | |
med. | κληρονομικός παράγοντας |
| |||
φυσιολογική αφορία; φυσιολογική αγονία | |||
αγονία; στείρωσις; στειρότης; στειρότητα; αφορία; στείρωση; ακαρπία; αποστειρότητα; ασηψία |
sterility: 12 phrases in 4 subjects |
Health care | 3 |
Medical | 4 |
Natural sciences | 2 |
Statistics | 3 |