steer | |
agric. | νεαρό βοοειδές |
transp. industr. construct. | πλέω |
steering | |
gen. | οργανωτική επιτροπή |
commun. life.sc. | οδήγηση |
transp. | επιλογή στάσεως; διεύθυνση οχήματος; οδήγηση; πηδαλιούχηση |
telegraph | |
econ. | τηλέγραφος |
| |||
οργανωτική επιτροπή | |||
επιλογή στάσεως | |||
| |||
έλεγχος κοπής | |||
οδήγηση | |||
πηδαλιούχηση | |||
σύστημα διεύθυνσης; σύστημα οδηγήσεως; όργανο χειρισμού διευθύνσεως | |||
| |||
πηδαλιουχώ | |||
νεαρό βοοειδές | |||
βόδι | |||
πλέω | |||
| |||
διεύθυνση οχήματος; οδήγηση | |||
English thesaurus | |||
| |||
str (Technical) | |||
| |||
Successful Teens Excelling And Earning Respect | |||
Succinct And Timely Evaluated Evidence Review | |||
steering | |||
strike tactical electronic emitter reconnaissance |
steering: 373 phrases in 30 subjects |