statistic | |
math. | στατιστικές; στατιστικό; στατιστικό δείγμα |
statistical | |
gen. | στατιστική; στατιστικό |
med. | στατιστικός |
treatment | |
agric. | επεξεργασία |
coal. chem. el. | κατεργασία |
of | |
gen. | από |
radar return | |
commun. | οπισθοσκέδαση ραντάρ |
| |||
στατιστική; στατιστικό | |||
στατιστικός | |||
στατιστικός τρόπος μεταφοράς | |||
| |||
στατιστικές; στατιστικό; στατιστικό δείγμα | |||
English thesaurus | |||
| |||
stat | |||
st |
statistical: 382 phrases in 27 subjects |