statistic | |
math. | στατιστικές; στατιστικό; στατιστικό δείγμα |
statistical | |
gen. | στατιστική; στατιστικό |
med. | στατιστικός |
multiplexer | |
comp., MS | συσκευή πολυπλεξίας |
el. | συμπλέκτης; πολυπλέκτης |
| |||
στατιστική; στατιστικό | |||
στατιστικός | |||
στατιστικός τρόπος μεταφοράς | |||
| |||
στατιστικές; στατιστικό; στατιστικό δείγμα | |||
English thesaurus | |||
| |||
stat | |||
st |
statistical multiplexer: 2 phrases in 1 subject |
Electronics | 2 |