standpipe | |
coal. met. | αγωγός; κατακόρυφος; ανοδικός αγωγός; σωλήν ανυψώσεως |
mater.sc. | κατακόρυφος υδροσωλήνας πυροπροστασίας |
pressure | |
environ. | πίεση; διαφορά δυναμικού; σύνθλιψη; τάση; φόρτος |
| |||
αγωγός; κατακόρυφος | |||
| |||
ανοδικός αγωγός; σωλήν ανυψώσεως | |||
κατακόρυφος υδροσωλήνας πυροπροστασίας | |||
στόμιο υδροληψίας |
standpipe: 4 phrases in 3 subjects |
Coal | 2 |
Earth sciences | 1 |
General | 1 |