specific | |
gen. | συγκεκριμένος; συγκεκριμένη; συγκεκριμένο |
response | |
agric. chem. | ανταπόκριση |
comp., MS | απόκριση |
law | αιτήματα του υπομνήματος αντικρούσεως |
med. | απόκριση; αντενέργεια; απάντηση |
| |||
συγκεκριμένος | |||
ειδικός | |||
| |||
συγκεκριμένη; συγκεκριμένο | |||
English thesaurus | |||
| |||
volume |
specific response: 3 phrases in 1 subject |
Medical | 3 |