specific | |
gen. | συγκεκριμένος; συγκεκριμένη; συγκεκριμένο |
abrasion | |
coal. met. | αποξύριση; απόξεση; διάβρωση |
fish.farm. | αποτριβή |
med. | απόξεσις |
parameter | |
med. | παράμετρος |
| |||
συγκεκριμένος | |||
ειδικός | |||
| |||
συγκεκριμένη; συγκεκριμένο | |||
English thesaurus | |||
| |||
volume |
specific: 709 phrases in 55 subjects |