spatial | |
gen. | του χώρου |
comp., MS | χωρικός |
key | |
gen. | βασική; βασικό; βασικός |
mech.eng. | ακινητοποιώ με σφήνα |
keying | |
gen. | επιλογή με πληκτρολόγιο |
med. | χειρισμός |
| |||
του χώρου | |||
χωρικός (Pertaining to the relative position of things in an area) | |||
χωρικός; διαστημικός |
spatial: 110 phrases in 25 subjects |