solvent | |
environ. | διαλύτης |
fin. | αξιόχρεος; φερέγγυος |
med. | διαλύτης; διαλυτικός |
transp. | ρευστοποιητής |
refining | |
environ. | διύλιση; διαύγαση; εξευγενισμός; ραφινάρισμα |
oil | |
med. | έλαιο |
| |||
αξιόχρεος; φερέγγυος | |||
διαλύτης; διαλυτικός | |||
ρευστοποιητής | |||
| |||
διαλύτης | |||
| |||
Διαλύτες | |||
English thesaurus | |||
| |||
sol; solv |
solvent refined oil: 1 phrase in 1 subject |
Chemistry | 1 |