shunt | |
construct. | συλλεκτήριος αγωγός; συλλεκτήριος αεραγωγός; συγκεντρωτικός αγωγός |
earth.sc. environ. | δόνηση κατά την διεύθυνση του άξονα χ |
el. | σύνδεση εν παραλλήλω; παράλληλη αντίσταση |
mech.eng. el. | μηχανή παράλληλης διέγερσης |
tech. | παρακαμπτήρια δίοδος by-pass |
shunting | |
fin. tax. | τριγωνική συναλλαγή |
wound | |
med. | βλάβη |
winding | |
tech. mech.eng. el. | τύλιγμα |
shunt wound winding: 1 phrase in 1 subject |
Mechanic engineering | 1 |