ship | |
gen. | στέλνω με πλοίο |
ticket | |
gen. | εισιτήριο εισόδου; εισιτήριο επικοινωνίας |
econ. | αποδεικτικό καταβολής κομίστρου |
transp. | εισιτήριο |
ticketing | |
stat. commun. scient. | χρέωση σε δελτίο |
| |||
στέλνω με πλοίο | |||
| |||
αποστολή | |||
English thesaurus | |||
| |||
shpg | |||
| |||
S |
shipping: 123 phrases in 23 subjects |