poly | |
chem. | φθοριούχο πολυβινυλιδένιο; πολυβινυλική αλκοόλη; πολυ; πολυ; πολυβινυλοβουτυράλη |
industr. construct. chem. | χλωρίδιο του πολυβινυλιδενίου |
IT el. | πολυκρυσταλλική σιλικόνη; πολυσιλικόνη |
mater.sc. chem. | πολυμερές του χλωριούχου βινιλίου |
interconnecting | |
commun. | μίξη |
channel | |
industr. construct. | αυλάκι στη σόλα |
process | |
med. | διαδικασία |
English thesaurus | |||
| |||
SA (Alex Lilo) |
self-aligned: 12 phrases in 2 subjects |
Agriculture | 1 |
Mechanic engineering | 11 |