selective | |
econ. nat.sc. agric. | εκλεκτικός; επιλεκτικός |
acknowledgement | |
gen. | παραδοχή; αναγνώριση |
comp., MS | επιβεβαίωση |
el. | επιβεβαιωτικό; αναφορά λήψης; επιβεβαίωση λήψεως; επιβεβαίωση λήψης |
| |||
εκλεκτικός; επιλεκτικός | |||
πίεση επιλογής |
selective: 251 phrases in 33 subjects |