| |||
προσωρινό αντικείμενο (An application or system file maintained for storing data that has been marked for movement, copying, or deletion) | |||
θράυσματα | |||
παλαιοσίδηρος | |||
απομέταλλα | |||
θραύσματα τεχνουργημάτων | |||
απορριφθείς | |||
αποκόμματα | |||
μπάζα; τροχαίο άχρηστο υλικό | |||
| |||
θέση σε αχρηστία | |||
διαλύω πλοίο | |||
| |||
θέση σε αχρηστία | |||
διαλογή άχρηστου τροχαίου υλικού; απόσυρση εξοπλισμού; οριστική απόσυρση | |||
διάλυση | |||
English thesaurus | |||
| |||
series computation of reliability and probability | |||
supercaliber rocket-assisted projectile |
scrap: 150 phrases in 18 subjects |