resistance | |
environ. | ανθεκτικότητα; αντίσταση/αντοχή/ανθεκτικότητα; ανθεκτικότητα |
fin. | αντίテταση |
med. | αντοχή στα αντιμικροβιακά; ανθεκτικότητα; αντοχή; αντίσταση; μικροβιακή αντοχή |
determinant | |
med. | ορίζουσα |
resistance determinant: 1 phrase in 1 subject |
Pharmacy and pharmacology | 1 |