resistance | |
environ. | ανθεκτικότητα; αντίσταση/αντοχή/ανθεκτικότητα; ανθεκτικότητα |
fin. | αντίテταση |
med. | αντοχή στα αντιμικροβιακά; ανθεκτικότητα; αντοχή; αντίσταση; μικροβιακή αντοχή |
against | |
law | κατά |
penetration | |
med. | διείσδυση |
resistance against: 3 phrases in 1 subject |
Earth sciences | 3 |