residual | |
stat. | κατάλοιπο; υπόλοιπo |
shear stressing | |
earth.sc. mater.sc. | διατμητική καταπόνηση; καταπόνηση σε διατμητικές τάσεις |
shearing stress | |
life.sc. | τάση διάσχισης |
mater.sc. met. | τάση διάτμησης |
| |||
κατάλοιπο; υπόλοιπo | |||
English thesaurus | |||
| |||
rare | |||
pl (aivanov) |
residual: 261 phrases in 37 subjects |