reactive | |
med. | αντιδραστικός |
resistance | |
environ. | ανθεκτικότητα; αντίσταση/αντοχή/ανθεκτικότητα; ανθεκτικότητα |
fin. | αντίテταση |
med. | αντοχή στα αντιμικροβιακά; ανθεκτικότητα; αντοχή; αντίσταση; μικροβιακή αντοχή |
| |||
αντιδραστικός |
reactive: 65 phrases in 14 subjects |