reactive power | |
el. | άεργος ισχύς; ισχύς αντίδρασης; τυφλή απόδοση |
compensator | |
earth.sc. mech.eng. | συσκευή αντιστάθμισης θερμοστάτη |
industr. construct. | φύλλον αντισταθμίσεως |
med. | αντισταθμιστής |
| |||
άεργος ισχύς; ισχύς αντίδρασης; τυφλή απόδοση |
reactive power: 9 phrases in 3 subjects |
Communications | 1 |
Electronics | 7 |
Technology | 1 |