purchase | |
gen. | αγοράζω |
Authority | |
econ. | Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ |
authorities | |
gen. | δημόσιες αρχές; δημόσιος τομέας |
authority | |
gen. | κανονιστική αρχή; νομοθετική αρχή |
fin. | Αρχή; εξουσιοδότηση |
forestr. | αρχές |
| |||
αγοράζω | |||
| |||
οι προμήθειες που καταβάλλονται σε τρίτους για αγορές ή πωλήσεις που διενήργησαν για λογαριασμό της επιχείρησης |
purchasing authority: 1 phrase in 1 subject |
Construction | 1 |