protective | |
gen. | προστατευτική; προστατευτικό |
treatment | |
agric. | επεξεργασία |
coal. chem. el. | κατεργασία; εμπλουτισμός |
mater.sc. | επεξεργασία καθαρισμού |
med. | θεραπεία; δόση |
med. health. anim.husb. | αγωγή |
| |||
προστατευτική; προστατευτικό | |||
προστατευτικός |
protective: 332 phrases in 36 subjects |