protective | |
gen. | προστατευτική; προστατευτικό |
agent | |
account. | αντιπρόσωπος |
comp., MS | διαμεσολαβητής |
health. | δραστικό μέσο; θραστική δύναμη; ποιητικό αίτιο |
law commer. | εμπορομεσίτης |
proced.law. | πράκτορας |
| |||
προστατευτική; προστατευτικό | |||
προστατευτικός |
protective agent: 1 phrase in 1 subject |
Industry | 1 |