English |
German |
differential | |
gen. | Διαφορικός |
industr. construct. | διαφορική φάση κοπ ής στάγματος |
insur. | διαφορά |
market. fin. | διαφορά τιμής μεταξύ ποιοτήτων και σημείων παράδοσης του ιδίου εμπορεύματος |
mech.eng. | ασυμμετρική ισχύς; διαφορική ισχύς |
English thesaurus | |||
| |||
PI (Alex Lilo) |
proportional integral: 4 phrases in 3 subjects |
Chemistry | 1 |
Electronics | 2 |
General | 1 |