proper | |
gen. | κατάλληλη; κατάλληλο; κατάλληλος |
authorities | |
gen. | δημόσιες αρχές; δημόσιος τομέας |
authority | |
gen. | κανονιστική αρχή; νομοθετική αρχή |
fin. | Αρχή; εξουσιοδότηση |
forestr. | αρχές |
| |||
κατάλληλη; κατάλληλο; κατάλληλος |
proper: 75 phrases in 17 subjects |