DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
promotor adj.
gen. διαφημιστής; επιχειρηματικός φορέας; προτείνων έργο; φορέας υλοποίησης; υπεύθυνος
chem. επιταχυντής καταλύτη; επιταχυντής
construct., mun.plan. εργολάβος κατασκευών; εταιρεία κατασκευής και αξιοποίησης ακινήτων; κατασκευαστής ακινήτων; κατασκευαστική εταιρεία
health., chem. υποστηρικτής
health., nat.sc. προαγωγέας
lab.law., construct. επιχειρηματίας αστικής ανάπτυξης; επιχειρηματίας κατασκευαστής.; κατασκευαστής
life.sc. γονίδιο-υποκινητής
pharma. προωθητής
polit., environ., construct. κύριος του έργου
promotor: 20 phrases in 8 subjects
Chemistry1
Construction4
Finances3
General2
Health care3
Marketing3
Medical3
Security systems1