proactive | |
gen. | προδραστικός; προορατικός; πρωτόβουλος; πρόβουλος |
attitude | |
gen. | στάση |
commun. transp. | στάση αεροσκάφους σε πτήση |
earth.sc. transp. | θέση |
med. | η θέση του σώματος; η θέση των διαφόρων μελών του εμβρύου μεταξύ τους |
| |||
προδραστικός; προορατικός; πρωτόβουλος; πρόβουλος |
proactive: 4 phrases in 4 subjects |
General | 1 |
Law | 1 |
Microsoft | 1 |
Natural sciences | 1 |