polysulphide rubber | |
industr. construct. chem. | πολυθειούχα ελαστικά |
compound | |
gen. | σύνθετη λέξη; σύνθετο |
environ. chem. | χημική ένωση |
industr. construct. | μίγμα ελαστικού; παρασκευάζω μίγμα; συμμιγνύω |
mech.eng. el. | μηχανή σύνθετης διέγερσης |
met. mech.eng. | υλικό στίλβωσης |
| |||
πολυθειούχα ελαστικά |