pneumatic | |
gen. | διά πεπιεσμένου αέρος |
tube | |
coal. | περίβλημα φυσιγγίου από παραφινωμένο χαρτί; μεταλλικό κυάθιο |
econ. stat. el. | γυάλα |
industr. construct. | κύλινδρος; μασούρι κυλινδρικό |
industr. construct. chem. | σωλήνα |
| |||
διά πεπιεσμένου αέρος | |||
πνευματικός; αεριώδης |
pneumatic tube: 3 phrases in 1 subject |
Mechanic engineering | 3 |