| |||
Μόλυβδος (plumbum); μόλυβδος (plumbum) | |||
τυπογραφική πλάκα για την εκτύπωση εικόνων; στερεοτυπία | |||
μόλυβδος | |||
αγωγός; δίοδος | |||
μολυβδοσφραγίδα; σφράγιση | |||
μολυβίθρα; μολύβι | |||
πλίνθωμα | |||
ασφάλεια τηκομένου σύρματος | |||
| |||
σκάγια | |||
French thesaurus | |||
| |||
estomac; gosier |
plomb: 322 phrases in 29 subjects |