physiotherapy | |
med. | φυσιοθεραπεία; φυσικοθεραπεία; φυσική θεραπεία |
AID | |
math. | αυτόματη ανίχνευση αλληλεπίδρασης |
AIDS | |
environ. | ΣΕΑΑ |
aid | |
gen. | βοήθεια; ενίσχυση; βοηθώ |
| |||
φυσιοθεραπεία; φυσικοθεραπεία; φυσική θεραπεία |
physiotherapy: 2 phrases in 2 subjects |
Government, administration and public services | 1 |
Medical | 1 |