physical | |
gen. | σωματική; σωματικό; σωματικός |
Contacts | |
comp., MS | Επαφές |
contact | |
gen. | επικοινωνώ |
el. | θέση επαφής επαφοδοτικού πτερύγιου; θρόμβος επαφοδοτικού πτερύγιου; επαφέας |
| |||
σωματική; σωματικό; σωματικός | |||
φυσικός |
physical: 394 phrases in 41 subjects |