personnel | |
gen. | προσωπικό |
reporting | |
gen. | αναφορά |
commer. | μάρκετιγκ μετά τις πωλήσεις |
comp., MS | δημιουργία αναφορών |
fin. social.sc. | δήλωση εντολών; κοινοποίηση εντολών |
forestr. | λογιστική; αναφορά δραστηριοτήτων επιχείρησης |
market. | κατάθεση αποτελεσμάτων; κατάθεση λογαριασμών |
code | |
med. | κώδικας |
| |||
προσωπικό | |||
English thesaurus | |||
| |||
persl; psnl | |||
Those individuals required in either a military or civilian capacity to accomplish the assigned mission (JP 1-0) |
personnel: 153 phrases in 29 subjects |