DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
paying agent
gen. γραφείο εξουσιοδοτημένο να προβαίνει σε πληρωμές; πράκτωρ εξουσιοδοτημένος να προβαίνει σε πληρωμές
fin. εξουσιοδοτημένος οργανισμός πληρωμής; εντεταλμένος πληρωτής; φορέας πληρωμής
fin., econ. εντεταλμένος φορέας πληρωμής; εντεταλμένος πληρωτής ; πληρεξούσιος; πράκτορας πληρωμών
 English thesaurus
Paying Agent
abbr. PA (Alex Lilo)
paying agent: 3 phrases in 2 subjects
Business1
Finances2