passenger | |
transp. avia. | επιβάτης; Επιβάτης |
agent | |
account. | αντιπρόσωπος |
comp., MS | διαμεσολαβητής; παράγοντας |
health. | δραστικό μέσο; θραστική δύναμη; ποιητικό αίτιο |
law commer. | εμπορομεσίτης |
proced.law. | πράκτορας |
| |||
επιβάτης; Επιβάτης |
passenger: 328 phrases in 25 subjects |