| |||
επικαλύπτω | |||
αλληλοεπικάλυψη; επικαλύπτω επικάλυψα; αλληλεπικαλύπτω; αλληλεπικάλυψα | |||
| |||
ζώνη αλληλοκάλυψης | |||
επικάλυψη | |||
αλληλοκάλυψη; υπέρθεση | |||
σύμπτωση | |||
επικάλυψη ενεργειών | |||
| |||
αλληλοεπικαλυμμένο | |||
θετική επικάλυψη | |||
επικάλυψη | |||
κάλυψη; υπερκάλυψη | |||
σύμπτωση | |||
προστατευτικό τμήμα αποκλεισμού | |||
αλληλεπικάλυψη | |||
English thesaurus | |||
| |||
ol | |||
ovl |
overlap: 125 phrases in 23 subjects |