overall | |
gen. | γενικά; γενική; γενικό; γενικός |
industr. construct. | μπλούζα εργασίας |
industr. textile | φόρμα |
transp. | συνολικό |
reference equivalent | |
commun. | αναφορική απόσβεση; αναφορικό ισοδύναμο |
| |||
προστατευτικό παντελόνι | |||
| |||
γενικά; γενική; γενικό; γενικός | |||
μπλούζα εργασίας | |||
φόρμα | |||
συνολικό | |||
English thesaurus | |||
| |||
o.a.; o/a | |||
o/all | |||
oa |
overall: 197 phrases in 33 subjects |