outside | |
gen. | έξω; έξω από |
mech.eng. | οπισθία όψις οδόντος |
force | |
med. | ισχύς; δύναμη |
phys.sc. | στρέψη αντίδρασης γυροσκοπίου; στρέψη αντίδρασης επιταχυμέτρου; μηχανική δύναμη |
| |||
οπισθία όψις οδόντος | |||
εκτός; εξωτερικός | |||
| |||
έξω; έξω από |
outside: 210 phrases in 32 subjects |