orbiter | |
astronaut. transp. | διαστημικό λεωφορείο; τροχιακό διαστημόπλοιο |
autonomous | |
med. | αυτόνομος; ανεξάρτητος |
support | |
gen. | στηρίζω; σπρώχνω |
comp., MS | υποστηρίζω |
instrumentation | |
comp., MS | τοποθέτηση οργάνων μέτρησης |
IT | ενοργάνωση |
System | |
comp., MS | Σύστημα |
| |||
διαστημικό λεωφορείο; τροχιακό διαστημόπλοιο |
orbiter: 1 phrase in 1 subject |
Transport | 1 |