on line | |
IT R&D. | επί γραμμής ; επιγραμμικός; "άμεσης επικοινωνίας" |
on-line | |
gen. | απ'ευθείας; άμεσης επικοινωνίας |
el. | απ'ευθείας συνδέσεως; συνδεδεμένος απ'ευθείας |
IT | επιγραμμικός; σε απευθείας σύνδεση |
IT R&D. | επί γραμμής ; επιγραμμικός; "άμεσης επικοινωνίας" |
real time | |
commun. IT | πραγματικός χρόνος |
branch | |
econ. | υποκατάστημα |
information transmission | |
IT | Μετάδοση πληροφορίας |
on-line real time: 1 phrase in 1 subject |
Information technology | 1 |