obtain | |
gen. | αποκτώ |
radiation | |
gen. | θερμική ακτινοβολία |
environ. | ακτινοβολία |
life.sc. | προσδιορισμός σημείου με πολικές συντεταγμένες |
med. | ακτινοβολία |
emittance | |
commun. | ακτινοβόλος εκπεμπτικότητα |
| |||
αποκτώ | |||
English thesaurus | |||
| |||
obtd |
obtained: 115 phrases in 21 subjects |